- ὀπωροφυλάκιον
- ὀπωροφυλάκιονhut of a garden-watcherneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπωροφυλάκιον — ὀπωροφυλάκιον, τὸ (Α) [οπωροφύλαξ] 1. καλύβα στην οποία διέμενε αυτός που φύλαγε τα οπωροφόρα δένδρα 2. αποθήκη καρπών … Dictionary of Greek
ὀπωροφυλακίου — ὀπωροφυλάκιον hut of a garden watcher neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφυλακίων — ὀπωροφυλάκιον hut of a garden watcher neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωροφυλακίῳ — ὀπωροφυλάκιον hut of a garden watcher neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)